νουκλεοτίδιο

νουκλεοτίδιο
το
(βιοχ.) κάθε μέλος τής τάξης οργανικών ενώσεων τών οποίων η μοριακή δομή περιέχει μία αζωτούχα μονάδα —βάση— συνδεδεμένη με ένα σάκχαρο και με μία φωσφορική ομάδα και που αποτελούν τις δομικές μονάδες τών νουκλεϊκών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nucleotide < nucleo- (< λατ. nucleus «πυρήνας») + -t- + κατάλ. -ide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδενοσίνη — Νουκλεοτίδιο, γλυκοζίτης δηλαδή της ριβόζης με αδενίνη, και μάλιστα το β. γλυκοζιτικό νουκλεοτίδιο από D ριβόζη και αδενίνη, που προέρχεται από την υδρόλυση των νουκλεϊνικών οξέων. Η επιστημονική ονομασία της είναι α β ριβο φουρανοζικο αδενίνη.… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • κυτιδυλικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κυτιδυλικό οξύ» νουκλεοτίδιο που αποτελεί μονοφωσφορικό εστέρα τής κυτιδίνης στο πέμπτο άτομο άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cytidylic (acid «οξύ») < cytidine «κυτιδίνη»] …   Dictionary of Greek

  • κυτοσίνη — Βάση πυριμιδίνης, η οποία αποτελεί έναν από τους πέντε δομικούς λίθους των νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) όλων των ζωντανών οργανισμών. Συμβολίζεται με C και ο χημικός της τύπος είναι C4H5N3O. H κ. ανακαλύφθηκε το 1894, οπότε απομονώθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • ουριδυλικός — ή, ό φρ. «ουριδυλικό οξύ» (βιοχ.) νουκλεοτίδιο που είναι φωσφορικός εστέρας τής ουριδίνης και δομική μονάδα τού ριβονουκλεϊκού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uridylique acide (< ουριδίνη* + yl + ique)] …   Dictionary of Greek

  • πολυνουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) αδιακλάδωτη αλυσίδα νουκλεοτιδίων συνδεδεμένων σε έναν σκελετό εναλλασσόμενων σακχάρου και φωσφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polynucleotide (< πολυ * + nucleotide «νουκλεοτίδιο»)] …   Dictionary of Greek

  • πουρινονουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) το νουκλεοτίδιο τού οποίου η βάση είναι μια πουρίνη …   Dictionary of Greek

  • ριβοθυμιδυλικός — ή, ό, Ν φρ. «ριβοθυμιδυλικό οξύ» (βιοχ.) ασύνηθες νουκλεοτίδιο που απαντά στον μεταφορέα RNΑ και σχηματίζεται από την τροποποίηση τού ουριδυλικού οξέος μετά τη μεταγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”